- βασκαίνει
- βασκαίνωbewitchpres ind mp 2nd sgβασκαίνωbewitchpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плищеваниѥ — ПЛИЩЕВАНИ|Ѥ (10), ˫А с. Нападки, клевета, поношение: нѣции ѿступающе странностражюще. и получающе не||ча˫аниѥ. ˫ако мч҃тли и срамници. ихже вражьда и хула или плищеваниѥ ли прехожениѥ. азъ же… чюжю же сѧ о таковыхъ. (ἡ βασκανία) ФСт XIV/XV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αβάσκαντος — η, ο (Α ἀβάσκαντος, ον) [βασκαίνω] 1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί 2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει (νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον,… … Dictionary of Greek
φιλοβάσκανος — ον, Α αυτός που συνηθίζει να βασκαίνει, μοχθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βάσκανος «κακολόγος, κακεντρεχής»] … Dictionary of Greek